- διάνα
- η(λ. ιταλ.), ακρίβεια στη σκόπευση, επιτυχία: Τα λόγια του πέτυχαν διάνα το σκοπό τους.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
διάνα — Θεά των Λατίνων, αντίστοιχη με την Άρτεμη των αρχαίων Ελλήνων. Ήταν κόρη του Δία και αδελφή του Απόλλωνα. Το πιο γνωστό λατρευτικό της κέντρο, όπου λατρευόταν μαζί με έναν μυστηριώδη θεό ή ήρωα, τον Βίρμπιο, βρισκόταν στους πρόποδες του Αλβανού… … Dictionary of Greek
διάνας — διάνᾱς , διανάω flow through imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) διάνᾱς , διανάω flow through imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
διανάσθητι — διανά̱σθητι , διά , ἀνά ἥδομαι swad aor imperat pass 2nd sg (doric) διά ἀνάζω aor imperat pass 2nd sg διά ναίω 1 dwell aor imperat pass 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Liste D'entreprises Grecques — Participez au projet entreprises La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous… … Wikipédia en Français
Liste d'entreprises grecques — La liste ci dessous ne pouvant regrouper l ensemble des entreprises grecques, elle propose de rassembler les grandes entreprises (plus de 250 employés) ou encore les PME dont la notoriété est incontestable. Vous pouvez compléter la liste… … Wikipédia en Français
Diana (agricultural machinery) — Diana light truck with cross country capability (1979) Diana V3 12 hp light tractor with … Wikipedia
διάνος — ο (θηλ. διάνα, η) [ινδιάνος] κοινή ονομασία τού οικόσιτου πουλιού γάλος … Dictionary of Greek
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
φίρμα — η (λ. ιταλ.), επωνυμία εμπορικής επιχείρησης, εμπορικού οίκου, βιομηχανίας κτό: Το κατάστημα Βασιλακίδη έχει τη φίρμα «Διάνα» … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)